- διωγμητικά
- διωγ-μητικά, τά,A fees, = Lat. persecutiones, Cod.Just.10.30.4.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διωγμητικά — διωγμητικά, τα (Μ) νόμιμη αμοιβή … Dictionary of Greek